-
1 καρφώνω
μετ.1) прибивать, вбивать, забивать гвозди; 2) вонзать, втыкать; 3) перен. пригвождать к позорному столбу, позорить; 4) перен. выдавать (кого-л.); доносить (на кого-л.); стучать (на кого-л.) (прост.);§ καρφώνω τα μάτια μου — пристально смотреть, впиваться глазами;
μου καρφώθηκε η ιδέα у меня засела мысль;-ομαι 1) вклиниваться, вдаваться (клином); врезаться; 2) застывать на месте, быть пригвождённым; 3) запечатлеваться -
2 καρφώνω
[карфоно] р. вбивать, забивать гвозди,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καρφώνω
-
3 καρφώνω
[карфоно] ρ вбивать, забивать гвозди. -
4 καρφώνω
1) ancrer2) braquer3) cafarder4) clouer -
5 καρφώνω
przykuwać czas. -
6 καρφώνω
upevnit -
7 καρφώνω
rivetΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καρφώνω
-
8 приколачивать
καρφώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приколачивать
-
9 enseletmek
καρφώνω. -
10 clouer
καρφώνω -
11 rivet
καρφώνω -
12 przykuwać
καρφώνω -
13 приклепать
καρφώνω/ενώνω με ήλους/ πριτσίνια, πριτσινάρω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приклепать
-
14 забить
забить 1) καρφώνω χώνω \забить ящик καρφώνω το κιβώτιο" \забить гвоздь καρφώνω ( το καρφί) 2) спорт.: \забить гол σημειώνω (или πετυχαίνω) τέρμα, βάζω γκολ* * *1) καρφώνω; χώνωзаби́ть я́щик — καρφώνω το κιβώτιο
заби́ть гвоздь — καρφώνω (το καρφί)
2) спорт.заби́ть гол — σημειώνω ( или πετυχαίνω) τέρμα, βάζω γκολ
-
15 упереть
упру, упршь, παρλθ. χρ. упр-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. упрший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упртый, βρ: упрт-а, -оεπιρ. μτχ. уперев κ. уперши ρ.σ.1. μ. στηρίζω, ακουμπώ•упереть ноги в землю στηρίζω τα πόδια στη γη•
упереть руку в колено στηρίζω το χέρι στο γόνα.
2. μ. μτφ. προσηλώνω, καρφώνω•упереть глаза в кого-л. καρφώνω τα μάτια σε κάποιον.
3. μτφ. (απλ.) τονίζω, υπογραμμίζω, εξαίρω.4. βλ. παθ. φ. (5 ση•μ,.).5. μ. αποκομίζω, μεταφέρω μεγάλο βάρος.1. στηρίζομαι, ακουμπώ•упереть ногами в землю στηρίζομαι με τα πόδια στη γη.
2. μτφ. (για μάτια, βλέμμα κ.τ.τ.) καρφώνω, προσηλώνω•упереть глазами в кого-Η, καρφώνω τα μάτια σε κάποιον.
3. εκτείνομαι, φτάνω ως • τελειώνω.4. επιμένω•старик -рея на своём ο γέρος επέμενε στο δικό του (στη δική του γνώμη).
5. (χυδ.) ξεκουμπίζομαι, αδειάζω τη γωνιά.εκφρ.упереть как бык или баран – επιμένω σαν το μουλάρι (πεισματικά). -
16 заколачивать
1. (прибивать гвоздями) καρφώνω 2. (прибивать досками) καρφώνω/κλείνω με σανίδια 3. (вбивать, забивать и т.п.) καρφώνω, μπήγω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заколачивать
-
17 заколотить
-лочу, -лотишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заколоченный, βρ: чен, -а, -о ρ.σ.μ.1. χτυπώ, καρφώνω, μπήγω•заколотить гвоздь в стену χτυπώ καρφί στον τοίχο.
2. κλείνω•заколотить ящик καρφώνω το κασόνι•
заколотить гроб καρφώνω το φέρετρο.
3. χτυπώ, ξυλοκοπώ άγρια.4. αρχίζω να χτυπώ κλπ. ρ. βλ. колотить.χτυπιέμαι κλίτ. Ρ.βλ. колотиться. -
18 подбить
подобью, подобьшь, προστκ. подбейρ.σ.μ.1. χτυπώ καρφώνω από κάτω•подковку καρφώνω το πέταλο•
подбить каблуки καρφώνω τα ντακούνια.
2. υπορράπτω, φοδράρω, υπενδύω.3. βλ. запихнуть. || σπρώχνω, ωθώ.4. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παρορμώ, παροτρύνω, υποκινώ.5. χτυπώ από κάτω, ρίχνω κάτω. || βλάπτω, προξενώ βλάβη χτυπώντας, σακατεύω•подбить глаз χτυπώ στο μάτι•
подбить самолт (με βολή) κάνω ζημιά στο αεροπλάνο.
|| πληγώνω, τραυματίζω, λαβώνω.6. (απλ.) βγάζω συμπέρασμα.εκφρ.подбить тсто – (απλ.) κάνω το ζυμάρι πιο σφιχτό ανακατεύω ακόμα μια φορά.1. (για πέλματα ζώων) πληγιάζω (από το πολύ τρέξιμο).2. (απλ.) αποκτώ την εμπιστοσύνη ή την εύνοια κάποιου. || καιροφυλαχτώ, και-ροσκοπω, καραδοκώ εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, δράττομαι της ευκαιρίας. -
19 прибить
ρ.σ.μ.1. καρφώνω•прибить дощечкук дв-ри καρφώνω σανιδίτσα στην πόρτα•
прибить полови-щг καρφώνω πατωσάνιδο.
2. ρίχνω κάτω, λυγίζω, κάμπτω•град -ил рожь к земле το χαλάζι, έρριζε καταγής τη βρίζα•
дождм пыль -ло η βροχή παρέσυρε τη σκόνη.
3. (απλ.) χτυπώ, ξυλοφοτώνω.1. καρφώνομαι.2. κάμπτομαι., λυγίζω, πέφτω, ρίχνομαι χάμω, καταγής. || παρασέρνομαι.3. μτφ. (απλ.) ενώνομαι. || ταχτοποιούμαι προσωρινά. -
20 гвоздь
το καρφ/ί, ο ήλοςвытаскивать - εξάγω το -, забивать - καρφώνω το -затяжной кож. - σύσφιξηςпаркетный - του παρκέ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гвоздь
См. также в других словарях:
καρφώνω — καρφώνω, κάρφωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καρφώνω — [καρφί] 1. στερεώνω κάτι μπήγοντας καρφιά («καρφώνω τα σανίδια») 2. μπήγω σε κάποιο σώμα καρφί, μαχαίρι ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο (α. «κάρφωσε στον τοίχο το καρφί» β. «τόν κάρφωσε με το μαχαίρι») 3. καταδίδω, προδίδω («μην τού εμπιστευθείς… … Dictionary of Greek
καρφώνω — κάρφωσα, καρφώθηκα, καρφωμένος 1. χώνω καρφιά σε ξύλο ή κάποιο σώμα, καθηλώνω: Ο Χριστός καρφώθηκε πάνω στο σταυρό από τους εβραίους. 2. χτυπώ κάποιον με μαχαίρι: Τον κάρφωσε στην πλάτη. 3. καταδίδω: Τον κάρφωσε στην αστυνομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσηλώνω — προσηλῶ, όω, ΝΜΑ 1. στερεώνω με καρφιά, καρφώνω (α. «ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», Ακολ. Μεγ. Παρασκ. β. «Καυκάσῳ προσηλωμένος», Λουκ. γ. «τῷ τροχῷ προσηλῶσαι», Ευρ.) 2. μτφ. (σχετικά με το βλέμμα ή την προσοχή) κατευθύνω σταθερά και… … Dictionary of Greek
καθηλώνω — (AM καθηλῶ, όω, Α και κατηλῶ) 1. στερεώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με καρφιά, καρφώνω κάτι πάνω σε άλλο («κλῑμαξ σανίσι καθηλωμένη», Πλούτ.) 2. μτφ. κρατώ κάποιον ή κάτι ακίνητο στη θέση του ή σε μία κατεύθυνση (α. «ο στρατός καθήλωσε τον αντίπαλο… … Dictionary of Greek
καρφώ — καρφῶ, όω (AM καρφώνω [κάρφος] μσν. 1. καρφώνω* 2. μέσ. πιάνομαι, συλλαμβάνομαι κάπου αρχ. κάρφω* … Dictionary of Greek
καταγομφώ — καταγομφῶ, όω (Α) καρφώνω στερεά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γομφῶ «καρφώνω»] … Dictionary of Greek
καταπασσαλεύω — (AM, Α αττ. τ. καταπατταλεύω) κάνω μάγια καρφώνοντας πασσάλους, καρφώνω για μαγικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πασσαλεύω «καρφώνω με πασσάλους»] … Dictionary of Greek
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek
προσγομφώ — όω, Α καρφώνω, στερεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + γομφῶ «καρφώνω»] … Dictionary of Greek
προσπήγνυμι — ΜΑ καρφώνω στον σταυρό, σταυρώνω («τοῡτον... διὰ χειρῶν ἀνόμων προσπήξαντες ἀνείλετε», ΚΔ) αρχ. στερεώνω, μπήγω κάτι πάνω σε κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πήγνυμι «καρφώνω, στερεώνω»] … Dictionary of Greek